- πλασματοκύτταρο
- και πλασμοκύτταρο, το, Ν1. ανατ. ωοειδές κύτταρο, 12 έως 15 χιλιοστών τού χιλιοστομέτρου, ο έκκεντρος πυρήνας τού οποίου παρουσιάζει βωλοειδή χρωματίνη και το έντονα βασεόφιλο κυτταρόπλασμά του είναι πλούσιο σε μιτοχόνδρια και εργαστόπλασμα, που εκκρίνουν τις ανοσοσφαιρίνες2. ζωολ. φαγοκυτταρικό λευκοκύτταρο τών εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. plasmacyte < πλάσμα, -ατος + κύτταρο απόδοση τού ελληνογενούς -cyte (< κύτος «κοιλότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.